
Ο κερατόκωνος είναι μια διαταραχή του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού, στην οποία ο κερατοειδής λεπταίνει προοδευτικά και χάνει την φυσιολογική δομή και το σχήμα του. Το αποτέλεσμα είναι να παρουσιάζει κεντρική ή παράκεντρη λέπτυνση, να χάνει την ομαλή του κυρτότητα και να αποκτά σχήμα κώνου. Αυτό οδηγεί στην εμφάνιση ανώμαλου αστιγματισμού. Εκδηλώνεται συνήθως κατά την εφηβεία, ενώ εξελίσσεται προοδευτικά τις επόμενες 2 δεκαετίες. Προσβάλλει και τα δύο μάτια, αλλά συνήθως ασύμμετρα (η σοβαρότητας της νόσου δηλαδή μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στα δύο μάτια)
Είναι αγνώστου αιτιολογίας αν και μπορεί να υπάρχει συσχέτιση με γενετική προδιάθεση. Η έναρξη της νόσου τοποθετείται στην εφηβική ηλικία, ενώ η εξέλιξη της είναι σπάνια μετά την τέταρτη δεκαετία της ζωής. Οι ασθενείς με κερατόκωνο πρέπει να αποφεύγουν το τρίψιμο των ματιών γιατί αποτελεί παράγοντα κινδύνου για περαιτέρω εξέλιξη της νόσου.
Συμπτώματα
Ο κερατόκωνος προκαλεί παραμόρφωση του σχήματος του κερατοειδούς με επακόλουθη προοδευτική αύξηση του αστιγματισμού και της μυωπίας και παραμορφωμένη όραση που δεν διορθώνεται με γυαλιά.
Τα κυριότερα συμπτώματα είναι:
- μείωση οπτικής οξύτητας
- θολή όραση
- παραμόρφωση των εικόνων
- φωτοφοβία (φωτοευαισθησία)
- μειωμένη ποιότητα όρασης, ειδικά κατά τη διάρκεια της νύχτας
Πού οφείλεται;
Τα ακριβή αίτια της νόσου δεν είναι γνωστά. Ωστόσο γνωρίζουμε μια σειρά από παράγοντες κινδύνου καταστάσεις που σχετίζονται με την εκδήλωση του κερατόκωνου:
- Τρίψιμο των ματιών
- Θετικό οικογενειακό ιστορικό
- Ατοπικές/αλλεργικές νόσοι
- Νοσήματα του συνδετικού ιστού (π.χ. σύνδρομο Marfan, σύνδρομο Ehlers-Danlos)
- Σύνδρομο Down
Αντιμετώπιση
Οι στόχοι της θεραπείας είναι η εξασφάλιση λειτουργικής όρασης και η διακοπή της εξέλιξης της νόσου. Για τη βελτίωση της όρασης και την αντιμετώπιση του αστιγματισμού, μπορούν να χρησιμοποιηθούν γυαλιά ή μαλακοί τορικοί φακοί επαφής σε ήπιες περιπτώσεις. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων χρειάζονται ημίσκληροι ή σκληροί κερατοκωνικοί φακοί επαφής για την εξουδετέρωση του ανώμαλου αστιγματισμού. Όμως καθώς η πάθηση εξελίσσεται, σύντομα τέτοια μέσα αποδεικνύονται αναποτελεσματικά.
Η κύρια θεραπεία για τον προοδευτικό κερατόκωνο είναι η διασύνδεση του κολλαγόνου του κερατοειδούς (Corneal Collagen Cross Linking-CXL). Η διασύνδεση κολλαγόνου κερατοειδούς είναι μια σύγχρονη, ασφαλή και ελάχιστα επεμβατική μέθοδο που σταθεροποιεί την πάθηση. Είναι ανώδυνη και διενεργείται με τοπική αναισθησία με αναισθητικές σταγόνες. Η εφαρμογή της θεραπείας γίνεται με την ενστάλαξη ριβοφλαβίνης (βιταμίνη Β2) στην επιφάνεια του κερατοειδούς και τη ταυτόχρονη χρήση υπεριώδους ακτινοβολίας UVA κατάλληλης έντασης και διάρκειας. Η ριβοφλαβίνη βοηθά στην απορρόφηση της υπεριώδους ακτινοβολίας ώστε να επιτυγχάνεται διασύνδεση των ινών του κολλαγόνου. Με την ισχυροποίηση αυτή των δεσμών των ινών κολλαγόνου, ενισχύεται η δομή του κερατοειδούς ο οποίος σκληραίνει και ανακόπτεται έτσι η εξέλιξη του κερατοκώνου. Υπό προϋποθέσεις το CXL μπορεί να συνδυαστεί με διαθλαστικό Laser στον ίδιο χρόνο.
Μία επιπρόσθετη μέθοδος αντιμετώπισης του ανώμαλου αστιγματισμού και ενίσχυσης της δομικής ακεραιότητας του κερατοειδούς είναι η ένθεση ενδοκερατοειδικών δακτυλίων (Intracorneal Ring Segments-ICRS). Περιλαμβάνει την ένθεση δύο λεπτών ημικυκλικών διαφανών δακτυλίων που τοποθετούνται στο στρώμα του κερατοειδούς περιφερικά, με τη βοήθεια Femtosecond Laser. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται μερική επιπέδωση του κερατοειδούς και η ομαλοποίηση του σχήματός του, άρα και μείωση του ανώμαλου αστιγματισμού και βελτίωση της ποιότητας της όρασης.
Σε πολύ προχωρημένα στάδια του κερατοκώνου ο μοναδικός τρόπος βελτίωσης της όρασης είναι η μεταμόσχευση κερατοειδούς.
FAQ
Υπάρχει τρόπος πρόληψης του κερατόκωνου;
Καμία προληπτική στρατηγική δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματική μέχρι σήμερα. Μερικοί πιστεύουν ότι το τρίψιμο ή η πίεση των ματιών (π.χ. ο ύπνος με το χέρι ακουμπισμένο στο μάτι) μπορεί να προκαλέσει ή/και να οδηγήσει στην εξέλιξη του κερατόκωνου. Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται να μην τρίβουν τα μάτια τους. Σε ορισμένους ασθενείς, η αποφυγή των αλλεργιογόνων και η θεραπεία της νόσου της οφθαλμικής επιφάνειας ή της αλλεργίας μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του ερεθισμού των ματιών και συνεπώς στη μείωση της τριβής αυτών.















